- μεγαλάμπρως
- μεγᾰλάμπρως, Adv.A splendidly, munificently,
προσφέρεσθαι πρὸς τὸν δῆμον Michel731.4
(Ilium, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφέρεσθαι πρὸς τὸν δῆμον Michel731.4
(Ilium, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλάμπρως — (Α) επίρρ. με μεγάλη λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεγάλαμπρος] … Dictionary of Greek